εγωιστικός

εγωιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγωιστή ή στον εγωισμό («εγωιστικές βλέψεις»)
2. αυτός που προέρχεται, γίνεται από εγωισμό ή για την ικανοποίησή του («εγωιστικές υποδείξεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγωιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στον εγωιστή ή τον εγωισμό, εγωκεντρικός: Εγωιστική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατομικιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον ατομικισμό ή αυτός που αναφέρεται στον ατομικιστή, εγωιστικός …   Dictionary of Greek

  • αυτάρεσκος — η, ο (AM αὐτάρεσκος, ον) [αρέσκω] ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται μσν. εγωιστικός …   Dictionary of Greek

  • εγωκεντρικός — ή, ό που θεωρεί τον εαυτό του ως επίκεντρο των πάντων, εγωπαθής, εγωιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”